- υπερωτώ
- -άω, Α [ἐρωτῶ]1. απαντώ με νέα ερώτηση2. απαντώ με δεξιοτεχνία, ξεγλιστρώ σε ερώτηση3. ρωτώ, υποβάλλω ερώτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερώτησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπερωτῶ] το να απαντά κανείς με νέα ερώτηση, απάντηση με ερώτηση … Dictionary of Greek